προβληματουργικός

προβληματουργικός
-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή προβλημάτων ή ο ικανός, ο κατάλληλος για την κατασκευή αμυντικών ή προστατευτικών μέσων
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβληματουργική
(ενν. τέχνη) η τέχνη κατασκευής οχυρωματικών έργων
3. φρ. «προβληματουργική δύναμις» — η ικανότητα κατασκευής οχυρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο *προβληματ-ουργός (< πρόβλημα, -ατος + ἔργον*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προβληματουργικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβληματουργικῆς — προβληματουργικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβληματουργική — προβληματουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”